ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΟΥ ΚΑΤΑΡΑΜΕΝΟΥ - 1ο μέρος


γράφει η Κατερίνα Π. Κοφινά*
 


Ήταν παραμονή Χριστουγέννων και το κρύο ήταν τσουχτερό. Χιόνιζε όλη την εβδομάδα και τα σπίτια , οι αυλές, οι δρόμοι, ήταν όλα γεμάτα από χιόνι. Οι κάτοικοι της πόλης έμεναν μέσα στα ζεστά και προετοιμαζόντουσαν για την ημέρα των Χριστουγέννων.  Τα πάντα ήταν στολισμένα. Φωτάκια παντού. Η φάτνη στην κεντρική πλατεία της πόλης με τον χριστό ανάμεσα στα άχυρα να γεννιέται και τα ζώα να τον ζεσταίνουν , ήταν μια εικόνα που ζέσταινε όλων τις καρδιές.

Όχι ακριβώς όλων. Σε ένα σοκάκι ξεχασμένο από τον χρόνο , με το χιόνι να είναι βουνό γιατί κανείς δε το καθάριζε υπήρχε ένα σκοτεινό σπίτι. Βρώμικο.   Μια πόρτα ξύλινη που έτριζε καθώς άνοιγε ,έκρυβε ένα εσωτερικό χωρίς φως. Ρεύμα δεν υπήρχε. Σε μια μεριά ένα τζάκι έκαιγε λίγα κούτσουρα. Το πάτωμα ήταν ξύλινο , αλλά έτριζε καθώς σε κάποια σημεία τα ξύλα είχαν σπάσει. Καθώς ένας διάδρομος μικρός σε πήγαινε προς την κουζίνα και το υπνοδωμάτιο , ιστοί αράχνης είχαν καλύψει τις γωνίες και έριχναν τους αέρινους μανδύες τους στα φωτιστικά στο ταβάνι. Στην κουζίνα υπήρχε μια συσκευή γκαζιού , λίγα κατσαρόλια, και μερικά άπλυτα πιάτα. Για μέρες.  Στο υπνοδωμάτιο δυο τριμμένες κουβέρτες ήταν σαραβαλιασμένες δίπλα σε ένα βρώμικο μαξιλάρι. Το κρεβάτι ήταν σιδερένιο και ο σομιές σκουριασμένος από την πολυκαιρία.  Τα τέσσερα ξύλινα παράθυρα του σπιτιού έστεκαν βουβά και κλεισμένα σφαλιστά. Η σκόνη και η βρωμιά επάνω τους δε σε άφηναν να δεις το κανονικό τους χρώμα, αν είχαν ποτέ.

Δίπλα στο τζάκι καθόταν μια αντρική φιγούρα. Φορούσε ένα μαύρο παλτό σκισμένο στα μανίκια, ένα φανελένιο παντελόνι ,ένα ζευγάρι μπότες του χιονιού και  ένα γκρίζο πουλόβερ.  Το οποίο είχε δυο τρύπες στο ύψος του στέρνου του.  Κάπνιζε σκυθρωπός καθισμένος σε μια πολυθρόνα , ίσως το μόνο που είχε παραμείνει σε καλή κατάσταση εκεί μέσα. Τα δαχτυλίδια του καπνού ανέβαιναν ως το ταβάνι που από άσπρο , που θα ήταν όταν εκείνο το σπίτι ήταν ζωντανό , τώρα ήταν κίτρινο και κάποιοι σοβάδες είχαν πέσει. Αλλού υπήρχαν τα μαύρα στίγματα της υγρασίας.

Τα γένια στο πρόσωπο του άντρα ήταν λευκά , κιτρινισμένα από την νικοτίνη κοντά στα χείλη του. Τα χέρια του είχαν μακριά νύχια. Ήταν βρώμικα και χοντροκομμένα. 

Έξω από το σπίτι ένας δυνατός άνεμος έκανε την στέγη από κεραμίδια να τρανταχτεί. Μερικά σκυλιά γαύγισαν , καθώς η πόρτα του σπιτιού άνοιξε με δύναμη και παγωμένος αέρας μπήκε μέσα μαζί με έναν άντρα.

-Καλησπέρα Γιάννη. Ακούστηκε να λέει στον άντρα που είχε γυρίσει το κεφάλι του και τον κοιτούσε με απορία.

-Ποιος είσαι εσύ; Πως μπήκες εδώ μέσα; Τον ρώτησε και σηκώθηκε από την πολυθρόνα του.

-Δε με αναγνωρίζεις;

-Όχι , φοράς μαύρα ρούχα και έχεις αλυσίδες τριγύρω σου.  Έχεις κουκούλα στο κεφάλι σου.

Ο άντρας έβγαλε την κουκούλα και ένα πρόσωπο άγριο στην όψη εμφανίστηκε.   Ένα κεφάλι χωρίς μαλλιά, με πρόσωπο πρησμένο, σαπισμένο που το πύον έρεε επάνω του. Η δυσοσμία  της  σάρκας και η  σήψη τον χτύπησε στα ρουθούνια. Πάρα λίγο να λιποθυμήσει

-Τώρα με αναγνωρίζεις; Του φώναξε δυνατά.

-Μα εσύ είσαι το πρώην αφεντικό μου.  Ο αφέντης του υπόκοσμου. Ο σκληρός  Ανέστης Γιαννίδης.  Αλλά έχεις πεθάνει. Εδώ και δέκα χρόνια. Πως είναι δυνατόν;

-Ναι εγώ είμαι Γιάννη.  Ήρθα για ένα σκοπό. Να σε προειδοποιήσω.

-Για ποιο πράγμα; Και πως εσύ ο νεκρός περπατάς ανάμεσα στους ζωντανούς;

-Μπορώ να περπατώ από την στιγμή που ο διάβολος το θέλει.  Ήρθα γιατί είναι η ώρα σου.  Η άθλια ζωή σου θα τερματιστεί σήμερα. Αλλά πριν γίνει αυτό θα σε επισκεφτούν τρία πνεύματα. Το πρώτο θα έρθει στις μια τα χαράματα. Το δεύτερο στις δύο ,και το τρίτο στις τρεις.  Του είπε και κούνησε την τεράστια αλυσίδα με την οποία ήταν ζωσμένος.

-Αηδίες. Δε πιστεύω σε φαντάσματα και πνεύματα.  Τι στο διάολο; Θα πρέπει να ήπια πολύ κρασί σήμερα. Μεθυσμένος είμαι και βλέπω εφιάλτη. Απάντησε ο Γιάννης και το φάντασμα κροτάλισε την αλυσίδα του τόσο δυνατά που το σπίτι ταρακουνήθηκε. Ο Γιάννης έπεσε στα πόδια του φαντάσματος.

-Συχώρα με φάντασμα. Σε παρακαλώ μην ταράζεσαι.  Του είπε και εκείνο σταμάτησε.

-Την αλυσίδα που έχω επάνω μου εγώ την έφτιαξα όσο ζούσα. Με τις κακές μου πράξεις και τα αποτρόπαια εγκλήματα μου. Η δική σου είναι ασήκωτη. Την σφυρηλάτησες όσο ζούσες. Και πραγματικά μας ξεπέρασες όλους μας.  Η θέση σου στην αιώνια κόλαση θα είναι η καλύτερη.

-Εννοείς δηλαδή πως θα πάω στην κόλαση;

-Χα ,χα,χα φυσικά και θα πας. Τι νόμιζες πως θα πήγαινες παρέα με τα αγγελάκια;  Του είπε το φάντασμα και γέλασε ακόμα πιο δυνατά. 

-Φάντασμα σε παρακαλώ πες μου λόγια παρηγοριάς.

-Δεν έχω τέτοια Γιάννη. Παρηγοριά έχουν όσοι άνθρωποι έχουν καρδιά. Εσύ δεν είχες ποτέ. Φεύγω τώρα. Καλή αντάμωση στην κόλαση. Του είπε και η πόρτα άνοιξε ξανά. Η οπτασία του Ανέστη χάθηκε στο χιονισμένο τοπίο της πόλης.

 

Ο Γιάννης είχε μείνει ακίνητος στο βρώμικο πάτωμα. Έτρεμε σύγκορμος. Και δεν ήταν από την παγωνιά του χειμώνα. Αλλά από τα λόγια του πρώην αφεντικού του. Τον περίμενε η αιώνια καταδίκη. Η κόλαση. Η ψυχή του εκεί θα πήγαινε. Αλλά νόμιζε πως είχε ακόμα πολλά χρόνια μπροστά του πριν τα τινάξει.  Σηκώθηκε και πήρε το μπουκάλι με το κρασί. Ήπιε δυο μεγάλες γουλιές και άναψε ένα τσιγάρο. Το κεφάλι του βούιζε. Μπα δεν ήταν αληθινό ότι είχε δει. Ήταν πολύ μεθυσμένος. Κάπνισε το τσιγάρο του και ξάπλωσε στην πολυθρόνα. Σε λίγη ώρα ροχάλιζε βαριά.

Έξω άρχισε να χιονίζει. Οι πυκνές νιφάδες του χιονιού κάλυπταν τα δέντρα και τις στέγες των σπιτιών.  Σε όλα τα σπίτια οι άνθρωποι μαζεύονταν και αγαπημένοι τραγουδούσαν και υμνούσαν τον ερχομό του θείου βρέφους.   Παντού φώτα. Παντού αγάπη και θαλπωρή. Γιρλάντες, μελομακάρονα, κουραμπιέδες , ζεστό κρασί και λιχουδιές.  Το σπίτι του Γιάννη ήταν η παραφωνία σε όλη την γιορτινή ατμόσφαιρα.

Το ρολόι της εκκλησίας χτύπησε μια μετά τα μεσάνυχτα όταν η φωτιά στο τζάκι έσβησε και ένα δυνατό χτύπημα στην πολυθρόνα πέταξε τον Γιάννη κάτω.

-Τι στο διαβ… είπε και έτριψε τα μάτια του.  Δίπλα του στεκόταν ένας νεαρός άντρας. Φορούσε κάπα  και μαύρα ρούχα. Στο ένα του χέρι κρατούσε  ένα φίδι. Τα μάτια του φιδιού ήταν κόκκινα.

Είσαι το πνεύμα που μου είπαν πως θα με επισκεφθεί; Τον ρώτησε.

-Είμαι το πνεύμα των Χριστουγέννων των παρελθόντων χρόνων. Πιάσε την κάπα μου και προχώρα μαζί μου. Του απάντησε και ο Γιάννης με τρεμάμενα χέρια πιάστηκε από την κάπα του. Αμέσως βρέθηκε να πετάει πάνω από τα σύννεφα. Το κρύο του περόνιαζε το κορμί. Αλλά σε λίγα λεπτά σταμάτησαν και είδε μπροστά του το πατρικό του σπίτι.

-Θυμάσαι αυτό το μέρος; Τον ρώτησε το πνεύμα.

-Αν το θυμάμαι λέει; Μα εδώ γεννήθηκα. Είναι το σπίτι μου. Πίστευα πως δεν θα το έβλεπα ποτέ ξανά. Νόμιζα πως είχε πέσει το καταραμένο.

Το πνεύμα τον οδήγησε μέσα στο εσωτερικό του σπιτιού. Μια γυναίκα έπλενε σε μια σε μια μεγάλη λεκάνη λίγα ρούχα. Πιο δίπλα δυο μικρά κοριτσάκια  έτρωγαν από μια φέτα ψωμί με λίγη ζάχαρη επάνω.  Το σπίτι ήταν ένα ξύλινο παράπηγμα με τρία δωμάτια όλα και όλα. Η τουαλέτα ήταν έξω. Τα πέντε άτομα κοιμόντουσαν σε ένα δωμάτιο που είχε μια ξυλόσομπα για το χειμώνα. Κάτω αντί για δάπεδο είχε υγρό τσιμέντο. Και από πάνω υπήρχαν μερικές φλοκάτες . Το σπίτι ήταν με ελενίτ  για ταβάνι.  Ο πατέρας του το είχε φτιάξει παράνομα σε ένα οικόπεδο που το είχε από τον πατέρα του. Ευτυχώς είχε καταφέρει να έχουν ηλεκτρικό και νερό. Συνήθως τους τα πλήρωνε η εκκλησία γιατί ο μέθυσος πατέρας του πότε δούλευε πότε όχι.

-Γιατί με έφερες εδώ; Τι θέλεις να θυμηθώ τη άσχημη παιδική μου ηλικία; Ρώτησε το πνεύμα.

-Είναι σημαντική η παιδική ηλικία δε νομίζεις στη διαμόρφωση του χαρακτήρα κάποιου;

-Ναι στη δική μου πάντως είχε επιτυχία.

Του απάντησε και έκανε να γυρίσει να φύγει όταν εκείνη την στιγμή ο πατέρας του μπήκε μέσα μεθυσμένος και άρχισε να βρίζει την γυναίκα του και τα παιδιά του. Ο Γιάννης είδε τον εαυτό του να έχει κρυφτεί πίσω από το ψυγείο και να τρέμει.  Ο πατέρας χτύπησε τη μητέρα του και εκείνη έπεσε στο κρύο τσιμέντο και κάλυψε το κεφάλι με τα δυο της χέρια.

-Πάρε με από εδώ πνεύμα. Δε θέλω άλλο να βλέπω στιγμές που με έχουν σημαδέψει. Του είπε με θυμό.

Και τότε το σκηνικό άλλαξε και βρέθηκαν σε ένα δρομάκι. Υπήρχε μια πόρτα σιδερένια σκουριασμένη εκεί και μια επιγραφή σε μια ταμπέλα που έλεγε ΑΠΟΘΗΚΗ ΑΝΤΑΛΑΚΤΙΚΩΝ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ.

Συνεχίζεται.....


*η Κατερίνα Π. Κοφινά είναι συγγραφέας