Έξω από την μικρή ταβέρνα είχε αρχίσει να χιονίζει . Ο αέρας όμως δεν άφηνε τις νιφάδες να σταθούν. Τις παρέσερνε αριστερά και δεξιά, και εκείνες προσπαθούσαν να φτάσουν στο έδαφος.
Μέσα η ατμόσφαιρα ήταν γεμάτη από καπνούς τσιγάρων και μυρωδιές της ρετσίνας και των ψαριών. Λίγοι θαμώνες είχαν μείνει. Γιατί η ώρα ήταν περασμένη και το κρύο τσουχτερό. Ο μπάρμπα Κώτσος ένας εξηντάρης ψαράς είχε μείνει εκεί να τρώει και να πίνει με άλλους τρείς φίλους του. Δεν είχε οικογένεια. Ήταν γεροντοπαλίκαρο και ζούσε δυο στενά πιο πάνω από την ταβέρνα. Το σπιτάκι του ήταν μικρό με αυλή και γιασεμιά. Εκείνο το βράδυ μετά την πρωτοχρονιά ήθελε να γιορτάσει την έλευση του νέου έτους με την παρέα του.
-Δε μου λες Κώτσο την ξέρεις ρε την ιστορία με τις τρεις μάγισσες; Που τις είχε δει ο βοσκός από την Αγία Μαύρα; Του είπε ο φίλος του ο Θανάσης.
-Ναι την ξέρω. Αλλά δε πιστεύω στα αερικά Θανάση. Ο βοσκός είπε μια πολύ καλή ιστορία και όλο το νησί την πίστεψε. Του απάντησε ο Κώτσος
-Δεν είπε ψέματα φίλε μου. Τον ξέρω προσωπικά τον βοσκό. Δεν είναι τέτοιος άνθρωπος.
-Ε! μπορεί να τα είχε τσούξει τότε. Ποτέ δεν ξέρεις. Απάντησε εκείνος και όλη η παρέα γέλασε.
-Καλά θα κάνουμε όλοι μας να φύγουμε. Έξω χιονίζει και έχει μεγάλο φεγγάρι. Λένε πως τότε γίνονται τα μάγια. Είπε ο Θανάσης και σηκώθηκε από το τραπέζι.
-Καλά είναι πράγματι αργά και το ρεύμα έχει κοπεί από τις δώδεκα.
Ας πάω και εγώ παιδιά. Καλό ξημέρωμα. Τους απάντησε ο Κώτσος και όλη η παρέα σηκώθηκε. Πλήρωσαν και βγήκαν έξω.
Ένας δυνατός άνεμος χτύπησε τα πρόσωπα τους και κουκουλώθηκαν ως την μύτη με τα πανωφόρια τους. Ο καθένας τους πήρε διαφορετική διαδρομή. Η θάλασσα στο μόλο ούρλιαζε και τα καϊκάκια ανεβοκατέβαιναν καθώς τα κούναγαν τα κύματα.
Ο Κώτσος πήρε το στενό και περπατώντας προχώρησε προς το σπίτι του. Περνώντας από το πρώτο σταυροδρόμι , άκουσε ένα κλάμα μωρού. Κοντοστάθηκε για λίγο . Σκέφτηκε πως ίσως να ήταν ο αέρας που σφύριζε σα φίδι έτοιμο να σε δαγκώσει. Και πάλι όμως το κλάμα ακούστηκε πιο δυνατά τώρα. Όχι ήταν σίγουρα κάποιο μωρό. Να είχαν παρατήσει μωρό με τέτοιο καιρό; Μα ήταν δυνατόν; Καθόταν στην μέση στο σταυροδρόμι και δεν ήξερε που να κοιτάξει. Προς ποια κατεύθυνση; Ανηφόρισε και στάθηκε στο επόμενο σταυροδρόμι . Λίγα μέτρα πιο πέρα ήταν το σπίτι του. Το φεγγάρι σε μια στιγμή εμφανίστηκε μέσα από τα σύννεφα που κουβαλούσαν το χιόνι. Οι αχτίδες του έδειξαν ένα μπόγο από ρούχα να είναι δίπλα στο χώμα.
Θεέ μου σκέφτηκε. Εκεί μέσα βρισκόταν ένα μωρό. Έπρεπε να δράσει γρήγορα. Το καημένο θα πέθαινε με τέτοιο κρύο. Θα το πήγαινε στο σπίτι του και όταν ξημέρωνε θα το παρέδιδε στην αστυνομία. Δεν είχε ιδέα από μωρά , αλλά τουλάχιστον θα ήταν ασφαλή και μέσα στη ζεστασιά. Αμέσως άρπαξε το σωρό με τα ρούχα και τον άνοιξε. Και τότε αυτό που είδε του έκοψε το αίμα. Ένα μικρό δαιμόνιο μαύρο με κέρατα και κόκκινα μάτια ούρλιαξε και του έδειξε τις σειρές από κοφτερά δόντια.
Ο Κώτσος πέταξε τα ρούχα και το δαίμονα κάτω και έτρεξε με όλη του την δύναμη αφού έκανε το σημείο του σταυρού προς την πόρτα του σπιτιού του. Γύρισε να κοιτάξει πίσω του και ο δαίμονας ερχόταν κατά πάνω του περπατώντας στα τέσσερα. Έκλεισε την πόρτα μπήκε στο σπίτι και αμπάρωσε. Τρέμοντας είπε το πάτερ υμών και έμεινε εκεί ως το πρωί λέγοντας ευχές για να σωθεί από το καταραμένο πλάσμα.
Από εκείνη την ημέρα και για όσο έζησε ο μπάρμπα Κώτσος ποτέ δεν έμενε έξω από το σπίτι βράδυ. Και σε όλους έλεγε πως την νύχτα ζούνε οι δαίμονες και καλό θα ήταν οι άνθρωποι να μην μένουν έξω τα βράδια.
* η Κατερίνα Π. Κοφινά είναι συγγραφέας